Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Γιατί να κάνω ψυχοθεραπεία?








Γιατί να κάνω ψυχοθεραπεία?, Που καιρός για τέτοια?, Δεν έχω και τόσο σοβαρό πρόβλημα, Αφού δεν είμαι τρελός..
Και ένα σωρό άλλες φράσεις αλλά και «αναπαραστάσεις» όπως θα λέγαμε οι οποίες σχετίζονται με την καχυποψία του μέσου ανθρώπου αναφορικά με το να ζητήσει βοήθεια από ένα ειδικό της ψυχικής υγείας.
Όλα αυτά φαίνεται να φορτίζουν προκαταβολικά το κλίμα και να δίνουν μια γκρίζα απόχρωση στο τοπίο της ψυχοθεραπείας. Αποτέλεσμα? Τι άλλο από το να δημιουργούνται δύο πόλοι γύρω από αυτό το χώρο. Άσπρο, μαύρο με λίγα λόγια..
Άσπρο:  «Είμαι απόλυτα καλά..» Μαύρο: «Είμαι έτοιμος να πέσω από την Ακρόπολη. Μήπως να πάω να ζητήσω βοήθεια τελικά?»
Μεταξύ αυτών των δύο έρχεται τελικά να προστεθεί και  αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα (όπως κ η ζωή) πάντοτε σχεδόν μας απογοητεύει γιατί δεν θα είναι ποτέ όπως την περιμέναμε στις φαντασιώσεις μας.
Φαίνεται λοιπόν στην πράξη ότι άνθρωποι που ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια και ανήκαν στην κατηγορία “άσπρο” αλλά και αυτοί που ζήτησαν και ανήκαν στην κατηγορία “μαύρο” τελικά δεν διέφεραν μεταξύ τους αναφορικά με αυτό που χρειάστηκε να διαπραγματευθούν, να προβληματιστούν ή να ξεπεράσουν (αν το ήθελαν).
Θα ρωτήσει και λογικά κάποιος: Μα καλά..εντάξει με τους “μαύρους”..αυτοί θα ζήταγαν έτσι κι αλλιώς. Με τους “άσπρους” που το ξέρεις και βγάζεις συμπεράσματα?
Για να το ξεκαθαρίσουμε. Δεν τα βγάζω από το μυαλό μου. Είτε ανήκει κάποιος  στους άσπρους είτε στους μαύρους στηρίζομαι σε αυτά που οι ίδιοι έχουν αναφέρει.
Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο μας χωρίς να αναφέρουν κάποιο πρόβλημα αρχικά. Έρχονται γιατί θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτο τους (όπως λένε) ή γιατί παρασυρόμενοι από το κλίμα της εποχής το οποίο προστάζει την επίσκεψη σε κάποιο ψυχολόγο (ελπίζω να μην κρατήσει πολύ αυτό) θέλουν να γνωρίσουν και αυτή την εμπειρία.
«Ναι καλά..» Θα  αντιπαραβάλλει κάποιος άλλος. Είτε άσπρος είτε μαύρος τα λες γιατί τα συμπέρανες από αυτούς που ζήτησαν τελικά θεραπεία..Και οι άλλοι? Αυτοί που δεν ζητάνε αλλά ανήκουν στους “άσπρους”?
Νομίζω (και αυτό είναι προσωπική άποψη) ότι εδώ είναι και το κομβικό σημείο αναφορικά με το ερώτημα “ποιοι είναι αυτοί που χρίζουν ψυχοθεραπείας”? Οι προβληματικοί θα πει κάποιος a priori να πάνε στον ψυχολόγο και να μας αφήσουν να κάνουμε εμείς οι γνωστικοί τη δουλειά μας.. Ποιοι είναι όμως οι προβληματικοί? Αυτοί που το παραδέχονται τελικά? Και οι άλλοι? Δεν έχουν πρόβλημα? Οπότε η κουβέντα θα αναλωθεί γύρω από την έννοια “πρόβλημα”. Ποιο είναι το είδος εκείνο του προβλήματος που οδηγεί τελικά τους ανθρώπους στο να επισκεφθούν το γραφείο ενός ψυχολόγου. 
Για την οικονομία του λόγου θα αναφέρω ότι πρόβλημα θεωρείται το σημείο εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος νοιώθει ότι δεν μπορεί άλλο να τα βγάλει πέρα και χρειάζεται οπωσδήποτε την στήριξη κάποιου άλλου. Και όπως ήδη θα γνωρίζεται το σημείο αυτό δεν έχει να κάνει με το “τι” πρόβλημα αντιμετωπίζει αλλά με το τι απόθεμα έχει μέσα του από άποψη ψυχικής δύναμης να ανταπεξέλθει στις καταστάσεις της καθημερινής του ζωής.
Φαίνεται δηλαδή να μην μας απασχολεί το είδος ή το όνομα του προβλήματος αλλά η “δυνατότητα” μας να τα βγάζουμε πέρα. Και άπαξ και μιλάμε για δυνατότητα και όχι για πρόβλημα τότε πιστεύω ότι σε κανέναν δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε θεμιτό να αποδεχθεί ότι δεν έχει δυνατότητες και ικανότητες. Μιλάμε τελικά για το αν κάποιος άνθρωπος θέλει να αποδεχθεί μια του αδυναμία .Μα και ποιος θέλει κάτι τέτοιο? Με τη λογική κανένας..
Και η συζήτηση κάπου εκεί αρχίζει και κάνει κύκλους.
Αλλά ας ολοκληρωθεί κάπου εδώ. Γιατί το ερώτημα της δύναμης και της αδυναμίας που υπονοήθηκε και πάλι δεν αφορά τον ψυχολόγο. Δεν μας αφορά να κάνουμε τον άλλον δυνατό. Στην εποχή του κοινωνικού ανταγωνισμού που ζούμε η “δύναμη” και η “αδυναμία” έχουν αποκτήσει ταξικό χαρακτήρα. Κι οι άνθρωποι που επισκέπτονται τα γραφεία μας είναι από όλες τις τάξεις. Κι ακόμη περισσότερο οι άνθρωποι που νοσηλεύονται σε κλινικές με σοβαρά πια ψυχιατρικά θέματα είναι επίσης από όλες τις τάξεις. Οπότε η υποτιθέμενη απάντηση μοιάζει προφανής?